- κοτταβιον
- κοττάβιον(ᾰ) τό ставка и выигрыш в игре в коттаб Arst. (тж. v. l. к κοτταβεῖον См. κοτταβειον)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοττάβιον — κοττάβιον, τὸ (Α) [κότταβος] το βραβείο τού παιχνιδιού κότταβος … Dictionary of Greek
κοττάβιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτταβίων — κοττάβιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοττάβια — κοττάβιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kottabos — Cottabus player, red figure kylix, ca. 510 BC, Ancient Agora Museum in Athens. Kottabos (Ancient Greek: κότταβος) was a game of skill popular for a long time at ancient Greek and Etruscan symposia (drinking parties), especially in the 5th… … Wikipedia
κουτάβι — το (Μ κουτάβι[ν]) 1. το νεογνό τού σκύλου 2. (κατ επέκτ.) το νεογνό λύκου ή αλεπούς νεοελλ. 1. άνθρωπος πνευματικά καθυστερημένος ή αμόρφωτος ή άβγαλτος, απονήρευτος, άπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ. κοττάβιον (υποκορ. τού… … Dictionary of Greek
κότταβος — Παιχνίδι δεξιοτεχνίας κατά την αρχαιότητα, το οποίο πιθανώς προήλθε από τη Σικελία. Ήταν πολύ συνηθισμένο στα συμπόσια του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., καθώς συμμετείχαν σε αυτό ακόμη και εταίρες. Σκοπός του παίκτη ήταν να ρίξει το κρασί που είχε… … Dictionary of Greek